Δ΄ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο

Ο θεσμός των Κυπρολογικών Συνεδρίων θεμελιώθηκε το 1969 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών (ΕΚΣ) το αρχαιότερο εν ζωή πνευματικό ίδρυμα της Κύπρου, η οποία συστάθηκε στις 17 Απριλίου 1936 στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας με πρώτο πρόεδρο τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Σπυριδάκι.  Μέχρι τώρα έχουν διεξαχθεί τρία συνέδρια (Α΄ 1969, Β΄ 1982, Γ' 1996). Το Δ΄ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο 2008 θα διεξαχθεί στην Λευκωσία από 29 Απριλίου έως 3 Μαΐου 2008, κατά την εβδομάδα της Διακαινησίμου. Έχει τεθεί υπό την υψηλή προστασία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αιγίδα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Το Συνέδριο χωρίζεται σε τρία τμήματα: Αρχαίο (προϊστορική-ρωμαϊκή περίοδος), Βυζαντινό-Μεσαιωνικό (330-1571 μ.Χ.) και Νεότερο (1571 και εξής).

Το έργο της Επιστημονικής Επιτροπής του Βυζαντινού-Μεσαιωνικού Τμήματος για την αξιολόγηση των δηλώσεων συμμετοχής ήταν δύσκολο και επίπονο, αφού οι αιτήσεις συμμετοχής ξεπέρασαν κατά πολύ τα αναμενόμενα. Η Επιστημονική Επιτροπή επέλεξε τις πιο αντιπροσωπευτικές και πρωτότυπες ανακοινώσεις. Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής στο Βυζαντινό-Μεσαιωνικό Τμήμα είναι ο Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, Βυζαντινολόγος Καθηγητής Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και μέλη o Σταύρος Γεωργίου, Βυζαντινολόγος και η Άνγκελ Κονναρή, Ειδική Επιστήμονας Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. 

Το Βυζαντινό - Μεσαιωνικό Τμήμα του Δ΄ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, περιλαμβάνει 118 ανακοινώσεις, που καλύπτουν μία μακρά περίοδο της κυπριακής ιστορίας, από το 330 (ενσωμάτωση της Κύπρου στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος) μέχρι το 1571 (πλήρης κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς). Κατά την περίοδο αυτή η Κύπρος θα αποτελέσει, πρώτα, επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια θα καταληφθεί από τους Σταυροφόρους, οι οποίοι θα ανακηρύξουν το νησί σε ανεξάρτητο βασίλειο υπό τη δυναστεία των Λουζινιανών (1191-1489), και τέλος θα περάσει κάτω από την κυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας, ως μίας από τις σημαντικότερες αποικίες της Γαληνοτάτης (1489-1570/1).

Θεματολογικά, οι ανακοινώσεις καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ερευνητικής δραστηριότητας στους τομείς της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, της φιλολογίας και της θεολογίας, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, της γλωσσολογίας και της μουσικολογίας και, ακόμη, της παλαιογραφίας και των γυναικείων σπουδών. Μια μεγάλη ομάδα μελετών έχουν αγιολογικό ενδιαφέρον και αναφέρονται στη ζωή, το έργο και την παρουσία στην τέχνη διαφόρων κυπρίων αγίων, με πιο καλά εκπροσωπημένο τον Άγιο Νεόφυτο. Οι ανακοινώσεις, οι οποίες αναφέρονται στη Φραγκοκρατία αναδεικνύουν μεταξύ άλλων τις σχέσεις του βασιλείου της Κύπρου με εκείνο της Ιερουσαλήμ, τις επαφές του με το Τάγμα των Ιωαννιτών και τη Φλωρεντία, τον ρόλο της Αμμοχώστου ως ιερού τόπου προσκυνήματος και τις σχέσεις της πόλης κάτω από γενουατική κατοχή με το καθεστώς των Λουζινιανών, την κατοχή και διακίνηση χειρογράφων, και θέματα που αφορούν στην ιστορία της Ορθοδόξου και Λατινικής Εκκλησίας της Κύπρου. 

Επιπλέον, κάποιες ανακοινώσεις επιχειρούν ενδιαφέρουσες νέες προσεγγίσεις "μνημείων" της μεσαιωνικής κυπριακή γραμματείας όπως ο Κύκλος των Παθών ή το Χρονικό του Λεοντίου Μαχαιρά, και άλλες μελετούν τη μεσαιωνική κυπριακή διάλεκτο και την Παλαιογαλλική που ομιλείτο στο νησί. Ανέκδοτες πηγές από βιβλιοθήκες και αρχεία της Ιταλίας φωτίζουν διάφορες πτυχές της κοινωνικής οργάνωσης της αποικίας της Κύπρου κατά τη Βενετοκρατία, όπως τον ρόλο των υποζυγίων στην οικονομική ζωή του νησιού, την αστυνόμευση στην επαρχία της Καρπασίας ή τις κοινωνικές ταραχές και εξεγέρσεις, και αποκαλύπτουν άγνωστα στοιχεία για Κυπρίους στη Διασπορά, που είτε έδρασαν και διέπρεψαν στην παπική αυλή, την ισπανική Νεάπολη και τη Βενετία, είτε καταδικάστηκαν από την Ιερά Εξέταση στο πλαίσιο της Αντιμεταρρύθμισης. Τέλος, αριθμός ανακοινώσεων μελετούν μαρτυρίες για την οχυρωματική πολιτική της Βενετίας στην Κύπρο και τον καταστροφικό πόλεμο που οδήγησε στην κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς καθώς επίσης το ευρωπαϊκό δίκτυο ενημέρωσης της εποχής για τα γεγονότα αυτά.

Ο μεγάλος αριθμός των συνέδρων, επιστήμονες διεθνούς βεληνεκούς και εγνωσμένου κύρους, οι οποίοι προέρχονται από μια πλειάδα ευρωπαϊκών και αμερικανικών πανεπιστημίων και ιδρυμάτων, μαρτυρεί το αμείωτο ενδιαφέρον των ερευνητών για τις κυπριακές σπουδές. Γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για τη συνέχεια της Κυπρολογίας αποτελεί η συμμετοχή στο συνέδριο πολλών νέων επιστημόνων, τόσο από την Κύπρο, όσο και από άλλες χώρες, οι οποίοι έχουν επιλέξει τις κυπριακές σπουδές ως αντικείμενο των ερευνών τους, τα πορίσματα των οποίων θα παρουσιάσουν.

Το Δ΄ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο αποτελεί το κορυφαίο επιστημονικό γεγονός στον τομέα της Κυπρολογίας και γι' αυτό τυγχάνει μεγάλης υποστήριξης από σημαντικούς κυπριακούς φορείς. Χορηγοί και Υποστηρικτές του Συνεδρίου είναι οι ακόλουθοι: η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, οι Μητροπόλεις Κύκκου- Τυλληρίας και Μόρφου, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, οι Δήμοι Λευκωσίας, Λεμεσού, Ιδαλίου και Αγίας Νάπας, το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, η Ελληνική Τράπεζα, το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου, το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, το Θεατρικό Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΘΕΠΑΚ), η Σχολική Εφορεία Λευκωσίας, το Παγκύπριο Γυμνάσιο, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, η εφημερίδα ο Φιλελεύθερος, ο Ραδιοσταθμός ο ΛΟΓΟΣ, η Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας, ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, η Παγκύπρια Οργάνωση Πολυτέκνων και η Εταιρεία Μεταφορών Έργων Τέχνης Orbit Moving and Storage, οι Κυπριακές Αερογραμμές, η Υπηρεσία Διαδικτύου LogosNet Technologies Ltd.

Την Οργανωτική Επιτροπή, η οποία ανέλαβε να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της διοργάνωσης του Συνεδρίου, αποτελούν οι: Ιωάννης Ηλιάδης (Πρόεδρος), δρ. Χαράλαμπος Χοτζάκογλου (Γραμματέας), δρ. Πανίκος Γιωργούδης, δρ. Ανδρέας Σοφοκλέους, Έφη Ιωάννου, Γαβριέλλα Μαραθεύτου, Λευτέρης Αντωνίου, Μαρίνα Τρυφωνίδου, Αναστασία Χάματσου, Χριστίνα Κάκκουρα και Ελένη Χρίστου.