Περιγραφή εικόνας Αγίου Νικολάου του Βυζαντινού Μουσείου από το Αρεδιού

Την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009 παραδόθηκε στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα από τον Διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου και Πινακοθήκης του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ αντίγραφο της εικόνας του Αγίου Νικολάου από το ναό της Παναγίας στο Αρεδιού. Η εικόνα αυτή χρονολογείται γύρω στο 1400 και εκτίθεται στο Βυζαντινό Μουσείο  του Ιδρύματος.  Ο Πανιερώτατος παραλαμβάνοντας το αντίγραφο εξέφρασε τις ευχαριστίες του και ανέφερε ότι θα τοποθετήσει το πιστό αντίγραφο στο εικονοστάσιο του Ιερού Ναού της Παναγίας στο Αρεδιού από όπου προέρχεται η παλαιά εικόνα.

       DSC02081-1.jpg         DSC02080-1.jpg       DSC02082-1.jpg

Περιγραφή εικόνας Αγίου Νικολάου του Βυζαντινού Μουσείου από το Αρεδιού

Η εικόνα αποτελείται από δύο κάθετες σανίδες οι οποίες ενώνονται μεταξύ τους με δύο τρέσες, οι οποίες κατά την συντήρηση έχουν αντικατασταθεί. Κατά μήκος των ενώσεων των σανίδων έχει προκληθεί απώλεια της προετοιμασίας και της ζωγραφικής επιφάνειας λόγω των εντάσεων μεταξύ των σανίδων. Πτώση της χρωματικής επιφάνειας προκλήθηκε και κατά μήκος όλου του  κάτω μέρους της εικόνας, το οποίο πιθανόν βρισκόταν κάτω από πλαίσιο. Η άνω αριστερά γωνία της εικόνας έχει απολεσθεί και έχει αντικατασταθεί. Πτώση της ζωγραφικής επιφάνειας παρατηρείται γενικά σε μεγάλο τμήμα της εικόνας, ιδιαίτερα κάτω και στο κέντρο.

Ο άγιος Νικόλαος ακολουθεί τον καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο, όπως τον γνωρίζουμε (πρβλ. Διονύσιος εκ Φουρνά, Ερμηνεία, 291) ως ηλικιωμένος αρχιερέας με στρογγυλή  γενειάδα και φαλάκρα. Αποδίδεται απόλυτα μετωπικός σε γύψινο ανάγλυφο βάθος από φυτικό διάκοσμο. Ευλογεί υψώνοντας το δεξί του χέρι έμπροσθεν του στήθους του, ενώ με το αριστερό κρατάει κλειστό ευαγγέλιο.

Το  πρόσωπο, όπως και η όλη παράσταση παρουσιάζει έντονη σχηματοποίηση ιδιαίτερα στην απόδοση της γενειάδας και της κόμης του Αγίου. Η σάρκα πλάθεται σε καστανοπράσινο προπλασμό και ωχρορόδινα φώτα, γραψίματα με σιέννα και λευκές πινελιές για τις ρυτίδες. Παρομοίως αποδίδονται τα γένεια και η κόμη σε γκρίζες αποχρώσεις και λευκές πινελιές.

Ο Άγιος φορεί λευκό πολυσταύριο φαιλόνιο με κολάρο,  που καλύπτει το λαιμό πίσω και στα πλάγια αφήνοντας ακάλυπτο μονάχα το μπροστινό μέρος, κατάκοσμο με επαναλαμβανόμενους καφέ σταυρούς σχηματίζοντας άκαμπτο γεωμετρικό πλέγμα και κοσμείται στις παρυφές του κολάρου με ανάγλυφο φυτικό διάκοσμο. Πάνω από το φαιλόνιο φορεί ανοικτοπράσινο ωμοφόριο κοσμημένο με τρεις μεγάλους ανάγλυφους σταυρούς με τριφυλλόσχημες απολήξεις, που σταυρώνει έμπροσθεν του στήθους και η άκρη του οποίου καταλήγει στο αριστερό χέρι του αγίου. Φορεί, επίσης, χρυσά επιμάνικα διακοσμημένα με ανάγλυφα φυτικά κοσμήματα και πρασινόλευκο ωμοφόριο με τρεις ανάγλυφους χρυσούς σταυρούς με τριφυλλόσχημες απολήξεις.

Το κάλυμμα του κλειστού ευαγγελίου κοσμείται ανάγλυφα με μεγάλο σταυρό με τριφυλλόσχημες απολήξεις στο κέντρο, από τον οποίο άρχονται παράλληλες διαγώνιες γραμμές. Το ευαγγέλιο απεικονίζεται με κλίση λοξώς προς τα αριστερά, ώστε να φαίνονται οι πορφυρές ακμές των σελίδων.

Ο φωτοστέφανος του Αγίου είναι χρυσός (πολύ φθαρμένο σήμερα) και έξεργος και κοσμείται με ανάγλυφα σχέδια φυτικών βλαστών που περιβάλλουν μετάλλια με σχηματοποιημένους ανθούς μαργαρίτας και ρομβοειδή κοσμήματα στην περίμετρο του φωτοστεφάνου. Ανάλογοι φυτικοί πλοχμοί κοσμούν το βάθος και το υπερυψωμένο πλαίσιο της εικόνας. Εκατέρωθεν του φωτοστεφάνου σε ορθογώνια πλαίσια αναγράφονται με ανάγλυφα γράμματα σε ερυθρό βάθος, το οποίο σήμερα διατηρείται σε ελάχιστα σημεία:  ‘O ‘ΆΓIOC/ NIKΌΛAOC/ O EΝ/ MΊΡOIC. Στο ύψος των ώμων του Αγίου απεικονίζονται εκατέρωθέν του σε μετάλλια οι μορφές του Χριστού και της Θεοτόκου ημίσωμων στα αριστερά και στα δεξιά αντίστοιχα, να κοιτούν προς τον Άγιο προσφέροντάς του τα σύμβολα του επισκοπικού του αξιώματος. Η Παναγία φορεί πορφυρό μαφόριο και προσφέρει στον Άγιο λευκό ένσταυρο ωμοφόριο. Η μορφή του Χριστού, που διακρίνεται μόνο από τα χαράγματα του σχεδίου στην προετοιμασία, απεικονίζεται να προσφέρει στον Άγιο κλειστό ευαγγέλιο.

Εικονογραφία – Συγκρίσεις - Χρονολόγηση

Η απόδοση της μορφής του αγίου στη maniera cypria, την υβριδική τεχνοτροπία του 13ο αιώνα, που συνδυάζει στοιχεία υστεροκομνήνειας ζωγραφικής και δυτικής τέχνης (Mouriki 1995, 408), όπως επίσης και η χρήση γύψινων ανάγλυφων διακοσμήσεων στο φωτοστέφανο, στο ευαγγέλιο, στα επιμάνικα κλπ παραπέμπουν σε εικόνες του 13ου αιώνα, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής (Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, αρ. 5, σ. 252 (Χρ. Χατζηχριστοδούλου)),  Άγιος Βασίλειος στο Μουσείο της Μονής Κύκκου (Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, αρ. 2, σ. 244 (Σ. Περδίκης)) και ιδιαίτερα στην εικόνα του Αγίου Νικολάου της Στέγης με τη σχηματοποιημένη μορφή του. Οι μεγάλοι ανάγλυφοι, δυτικού τύπου σταυροί που κοσμούν την εικόνα μας, καθώς επίσης  και η διακόσμηση του βάθους που διαφέρει από το απλό γεωμετρικό πλέγμα του 13ου αιώνα (Παπαγεωργίου 1991, εικ. 35) παραπέμπουν σε μεταγενέστερη περίοδο. Αντίστοιχος ανάγλυφος σταυρός με τριφυλλόσχημες απολήξεις απαντάται σε ιταλικό πίνακα του 1380-90 που απεικονίζει την Αγία Όρσολα που προστρέχει σε βοήθεια της Πίζας (Carli 1994, fig. XX, XXI). Διακοσμητικά μοτίβα με χαμηλό ανάγλυφο, όπως στην εικόνα μας, απαντώνται σε εικόνες του τέλους του 14ου αιώνα-αρχών 15ου αιώνα, όπως εκείνης του Χριστού Παντοκράτορος (Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, αρ. 2, σ. 244 (Σ. Περδίκης)) και της Παναγίας Αθανασιώτισσας (Χατζηχριστοδούλου, Παπαϊωακείμ 2000, εικ. 23).

Η επιγραφή «Ο ΕΝ ΜΙΡΟΙC» ενδέχεται να υπονοεί σύνδεση της εικόνας μας με εκείνη που σύμφωνα με τον χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά μεταφέρθηκε το 1362 από τα Μύρα της Λυκίας με το στόλο του βασιλέως Πέτρου της Κύπρου και αφιερώθηκε στο λατινικό καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου της Αμμοχώστου (Leontios Makhairas, 127) εξ ού και η επωνυμία του Αγίου στην εικόνα.

Βάσει όλων των ενδείξεων που προαναφέρθηκαν η εικόνα μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 1400.

δρ. Ιωάννης Ηλιάδης

(Ι. Eliades, λήμμα V.6 “Icona di san Nicola a mezza figura», M. Bacci (επιμ.), San Nicola. Splendori d’arte d’Oriente e d’Occidente, Bari 2006, 289-290)


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Δημοσίευση της εικόνας)

D. Τalbot-Rice, The Icons of Cyprus, London 1937,199-200

Α. Παπαγεωργίου, Βυζαντινές Εικόνες της Κύπρου, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 1976, 94

Α. Παπαγεωργίου, Εικόνες της Κύπρου, Λευκωσία 1991, 93, εικ. 61.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (συγκριτική)

Iερά Mητρόπολις Mόρφου 2000 χρόνια Τέχνης και Αγιότητος (εκδ. Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου-Ιερά Μητρόπολις Μόρφου), Λευκωσία 2000.

Ε. Carli, La pittura a Pisa dalle origini alla “Bella Maniera”, Pisa 1994.

D. Mouriki, "Thirteenth-Century Icon Painting in Cyprus”, στην ίδια, Studies in late Byzantine painting, London 1995, 341-442

Διονύσιος εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, (εκδ Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως), Αγία Πετρούπολη 1909 (Αθήνα ²1976).

Leontios Makhairas, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled “Chronicle”, (edited with Translation and Notes by R. M. Dawkins, vol. II, Oxford 1932

Χρ. Χατζηχριστοδούλου, Κ. Παπαϊωακείμ, «Φορητές εικόνες στην Ιερά μητρόπολη Μόρφου (12ος-19ος αιώνας)», Iερά Mητρόπολις Mόρφου 2000 χρόνια Τέχνης και Αγιότητος (εκδ. Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου-Ιερά Μητρόπολις Μόρφου), Λευκωσία 2000, 127-154