ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ “ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟΝ ΜΥΘΟ” ΣΤΟ ΒΥΖ ΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (17.12.2010 - 13.02.2011). Το Βυζαντινό Μουσείο & Πινακοθήκη του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ συμμετέχει στην έκθεση με τον πίνακα του Pierre Bonirote (1811-1891) Άποψη της Αθήνας με την Ακρόπολη (Π. 150), που χρονολογείται γύρω στο 1840. Ο καλλιτέχνης, πρώτος καθηγητής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με πρόσκληση της ίδιας της Δούκισσας της Πλακεντίας, είναι πιστός στη μακρά θεματική παράδοση του Ρομαντισμού για αρχαία ερείπια και παραδοσιακές ενδυμασίες, μεταφέροντας στον πίνακά του μια ηθοπλαστική σκηνή με ζεστά φωτεινά χρώματα μιας καλοκαιρινής μέρας. Οι διάφορες θεματικές ενότητες του πίνακα διαχωρίζονται με ευθείες και καμπύλες γραμμές άλλοτε οριζόντιες και άλλοτε διαγώνιες που τονίζονται με απαλούς θερμούς χρωματισμούς. Οι όμορφοι συνδυασμοί των χρωμάτων (γαλανό, ώχρα και πράσινο), ο δυνατός, μεσογειακός ήλιος που φωτίζει τα πάντα με άπλετο φως και το στατικό, μνημειακό σχέδιο των μορφών, της Ακρόπολης που ξεχωρίζει στο κέντρο της μικρής πόλης της Αθήνας και του απέραντου βάθους δίνουν μια ευχάριστη εντύπωση και μια διάθεση νοσταλγίας.
Δούκισσα της Πλακεντίας: Μια ζωή γεμάτη μυστήρια και μύθους Πόσοι άραγε γνωρίζουν το πραγματικό όνομα της Δούκισσας της Πλακεντίας (Sophie Barbé de Marbois, Duchesse de Plaisance (1785-1854)); Οι Αθηναίοι στα μέσα του 19ου αιώνα την ονόμαζαν Δουκέσσα της Πιατσέντσας, την αντιμετώπιζαν με φόβο και δέος και ύφαναν γύρω από τη ζωή της ένα πυκνό πλέγμα μύθων. Αυτό το πλέγμα προσπαθεί να διαπεράσει η έκθεση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και να αναδείξει κάποιες από τις άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας και της δράσης της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Ελλάδα. Ομορφη, έξυπνη και εκκεντρική. Δυναμική, αλλά και παραιτημένη από τη ζωή. Φειδωλή, ιδιότροπη και σαφώς πολύ πλού
σια. Ο λόγος για τη Δούκισσα της Πλακεντίας (1785-1854), της οποίας η ζωή και το έργο θα παρουσιαστούν στο Βυζαντινό Μουσείο. Μια έκθεση που αναζητεί την αλήθεια πίσω από τον μύθο της
Σοφί ντε Μαρπουά, της πολυταξιδεμένης Γαλλοαμερικανίδας που ήρθε να ζήσει στην Ελλάδα τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια εμφορούμενη από τις ιδέες του ρομαντισμού και του παγκόσμιου φιλελληνικού κινήματος. Η βίλα Ιλίσια, άλλωστε, το χειμερινό ανάκτορο της Δούκισσας, είναι ο κρίκος που τη συνδέει με το Βυζαντινό Μουσείο, το οποίο εγκαταστάθηκε εκεί από το 1926. Τώρα λοιπόν που ολοκληρώθηκε η ανακαίνιση και επανέκθεση του μουσείου, μια έκθεση αφιερωμένη στην πρώτη ιδιοκτήτρια του μεγάρου των Ιλισίων είναι ένας φόρος τιμής που οφείλει να αποδοθεί. Ωστόσο
«η Δούκισσα της Πλακεντίας δεν διευκόλυνε καθόλου το έργο μας!» σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης κυρία
Ελένη Μάργαρη. Και κυριολεκτεί:
«Οπως πέρασε ολόκληρη τη ζωή της στην Ελλάδα αφοσιωμένη στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, αποτραβηγμένη από τον κόσμο και αδιάφορη για την εικόνα των άλλων για αυτήν, έτσι δεν ασχολήθηκε καθόλου με την υστεροφημία της». Τι σημαίνει αυτό; Δεν άφησε καν διαθήκη, με αποτέλεσμα να μοιρασθούν τα υπάρχοντά της σε συγγενείς ή φίλους και να «χαθούν» στην Ελλάδα, στην Αμερική και στη Γαλλία. Η ιδιόμορφη προσωπικότητά της εξάλλου θα ενέπνεε πολλούς μύθους που γοήτευαν τον κόσμο _ ασχέτως αν είχαν σχέση με την πραγματικότητα. Πάντως στη συγκεκριμένη έκθεση η αφήγηση της συναρπαστικής ζωής της Δούκισσας κατορθώνει να καλύπτει τα κενά. Γίνεται αναφορά των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων στην Ελλάδα και στη Γαλλία την εποχή όπου η Δούκισσα ζούσε σε αυτές τις χώρες, παρουσιάζεται το πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό πλαίσιο, ενώ όσον αφορά την προσέγγιση της προσωπικότητάς της, αυτή γίνεται μέσα από χειρόγραφα, αντικείμενα και τεκμηριωμένα γεγονότα. Οπως η απαγωγή της από ληστές, η πυρκαγιά που κατέστρεψε το πρώτο σπίτι της στην οδό Πειραιώς, ο θάνατος της κόρης της και εν τέλει ο δικός της _ στοιχεία δηλαδή που αποτέλεσαν τον βασικό καμβά για τη δημιουργία του μύθου που περιβάλλει το όνομά της.
Δούκισσα της Πλακεντίας, μια ζωή σαν παραμύθι, για πρώτη φορά έκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. H ζωή της θα μπορούσε να γίνει ταινία. Αλλωστε τα καμώματά της ταρακούνησαν την Αθήνα των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, έμειναν στην Ιστορία. Είναι η Δούκισσα της Πλακεντίας, δημοφιλής όσο ποτέ άλλοτε στις μέρες μας, αφού το όνομά της δόθηκε ακόμη και σε σταθμό του Μετρό. Ετσι κι αλλιώς, η αμερικανικής καταγωγής Σοφί Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και σύζυγος Δούκα, τα είχε όλα: έντονη προσωπικότητα, ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, ζωή πολυτάραχη, αντισυμβατικές συνήθειες ακόμη και στο ντύσιμο. Βαφτισμένη χριστιανή που ακολούθησε τον Ιουδαϊσμό. Φιλάνθρωπος αλλά και εξαιρετική επιχειρηματίας. Βίος «παραμύθι» Τον μύθο και την αλήθεια για τη ζωή της θα τα ανακαλύψουμε στην έκθεση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου που ανοίγει αύριο, Πέμπτη. Χρόνια τώρα, ο χαμένος πρόωρα διευθυντής του, Δημήτρης Κωνστάντιος, ήθελε να οργανώσει μια έκθεση «παραμύθι», όπως έλεγε, για τον βίο αυτής της δυναμικής, περίεργης γυναίκας και να την τιμήσει στο σπίτι της. Εκεί δηλαδή που στεγάζεται το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Δυστυχώς οι καθυστερημένες εργασίες στη Βίλα Ιλίσσια θα ολοκληρωθούν στο τέλος του 2011. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους ανθρώπους του μουσείου και την αναπληρώτρια διευθύντρια Αναστασία Λαζαρίδου να ετοιμάσουν στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων το αφιέρωμα «Δούκισσα της Πλακεντίας. Η ιστορία που γέννησε τον μύθο». Σε αυτήν είναι αφιερωμένο και το ημερολόγιο του μουσείου με κείμενα και σπάνιο υλικό (που επιμελήθηκαν η ιστορικός Τέχνης Ελένη Μάργαρη και ο ιστορικός Στάθης Γκότσης) αλλά και το γούρι του Συλλόγου των Φίλων του Μουσείου. Επιστολές, φωτογραφίες, πορτρέτα, εφημερίδες, έργα τέχνης αποτελούν την έκθεση που φωτίζει τη δράση αυτής της γυναίκας. «Τα κτίρια που έχτισε στην Αττική στέκονται έως σήμερα αδιάψευστοι μάρτυρες του επιχειρηματικού πνεύματός της, οι δωρεές της για τον αγώνα επιβεβαιώνουν τα θερμά φιλελληνικά της αισθήματα, ενώ τα ελάχιστα κείμενά της πιστοποιούν τη συγκροτημένη πολιτική και πρακτική σκέψη της. Τα ιστορικά αυτά τεκμήρια αποκαλύπτουν την πραγματική της ζωή και δράση, που υπήρξαν πολύ πιο ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές από τη «μυθική» τους εκδοχή», τη σκιαγραφεί η ιστορικός τέχνης Ελένη Μάργαρη, ενώ η καθηγήτρια Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη σημειώνει πως αν σήμερα ασχολούμαστε μαζί της: «δεν είναι τόσο για την πολυτάραχη ζωή της, αλλά για τα κτίρια που έκτισε και τους αρχιτέκτονές τους». Η πρωτεύουσα. Η Αθήνα του 1834 ήταν μια πόλη 7.000 περίπου κατοίκων. Μέσα σε μια διετία ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε, καθώς εγκαταστάθηκαν σε αυτήν Ελληνες και Βαυαροί δημόσιοι υπάλληλοι, Φαναριώτες και άλλοι ορφωμένοι Ελληνες από το εξωτερικό, οπλαρχηγοί και προεστοί από την περιφέρεια, έμποροι, επιχειρηματίες και τραπεζίτες, αλλά και απλοί άνθρωποι απ' όλη τη χώρα. «Εισήλθαμε στην πόλη, δηλαδή σε έναν αδιέξοδο λαβύρινθο, από στενά δρομάκια που ήταν σπαρμένα από σωρούς γκρεμισμένων τοίχων, σπασμένων κεραμιδιών, λίθων και μαρμάρων ατάκτως ερριμμένων· άλλοτε κατεβαίνοντας στην αυλή ενός γκρεμισμένου σπιτιού, άλλοτε ανεβαίνοντας στο κλιμακοστάσιο ή στη στέγη ενός άλλου· μέσα σ' αυτά τα μικρά, άσπρα και ταπεινά χαμόσπιτα, ερείπια ερειπίων υπήρχαν μερικές βρόμικες και δύσοσμες τρώγλες, όπου οικογένειες Ελλήνων χωρικών είναι στοιβαγμένες και καταχωνιασμένες», γράφει ο Alphonse de Lamartine. Σε αυτήν ακριβώς την Αθήνα ήρθε να ζήσει και η Anne Marie Sophie Barbe de Marbois, που μάθαμε ως Δούκισσα της Πλακεντίας. Ο πατέρας της, διπλωμάτης - πολιτικός, υπήρξε συνεργάτης του Ναπολέοντα Α΄ και ο σύζυγός της, Anne-Charles Lebrun, υπασπιστής του. Μόνο που εκείνος έλειπε συχνά, και με τα χρόνια η Σοφί επέλεξε να ζήσει με τη μοναχοκόρη τους Ελίζα. Θαμπωμένη από το κύμα του φιλελληνισμού που κυριαρχούσε στα ευρωπαϊκά σαλόνια του 19ου αιώνα, διάλεξε την Ελλάδα. Με την κόρη της πρόσφεραν για την ελληνική υπόθεση 44.000 φράγκα, ανέλαβε τα έξοδα της εκπαίδευσης 12 κοριτσιών, υποστήριξε στην αρχή τον Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά η λατρεία γρήγορα μετατράπηκε σε μίσος, επειδή δεν θέσπιζε Σύνταγμα. Τη δολοφονία του μάλιστα τη χαρακτήρισε «πράξη δικαιοσύνης». Ολοι θαύμαζαν την ικανότητα που είχε με την αγορά κτημάτων, την οικοδόμηση κτιρίων και τον έντοκο δανεισμό. Δέος και φόβος. Ειδικά όταν ταρίχευσε τη σορό της κόρης της (πέθανε σε ταξίδι τους στη Συρία) και την τοποθέτησε στο υπόγειο του σπιτιού της, στην οδό Πειραιώς. Τα μαθήματα γαλλικών σε κορίτσια από εξέχουσες ελληνικές οικογένειες (Μαυρομιχάλη, Γιαννίτζη, Καψάλη) συνεχίστηκαν, ενώ το 1846 η απαγωγή της από τον ληστή Μπίμπιση που την κράτησε όμηρο μέχρι να φέρει η συνοδεία της τα λύτρα πυροδότησε πάλι τις φήμες. Τα χρήματα πάντως τα πρόσφεραν οι κάτοικοι του Χαλανδρίου και του Αμαρουσίου. Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής στα απομνημονεύματά του έγραφε για το ανεξήγητα φτωχό γεύμα που παρέθεσε, αλλά και τον φόβο των καλεσμένων μήπως «εξ ασιτίας φθάσωμεν νεκροί εις Αθήνας». Ο γραμματέας της Δημοσθένης Βρατσάνος στο «Τρεις μήνες παρά τη Δουκίσση της Πλακεντίας», έγραψε όσα έζησε με τρόπο μυθιστορηματικό, ενώ ο Δημήτριος Καμπούρογλου στην πιο τεκμηριωμένη βιογραφία της δεν απέφυγε φανταστικούς διαλόγους.
Τρομακτικές διαστάσεις είχε λάβει στη φαντασία των ανθρώπων της εποχής η ενέργεια της Δούκισσας της Πλακεντίας να διατηρήσει βαλσαμωμένο το άψυχο κορμί της κόρης της Ελίζας _ πέθανε το 1836, κατά τη διάρκεια ταξιδιού των δύο γυναικών στη Βηρυτό _ σε ένα παρεκκλήσι στο υπόγειο του σπιτιού της. Δέκα χρόνια αργότερα αυτό το ξύλινο οίκημα κάηκε και σε μια εφημερίδα της εποχής γράφτηκε ότι μαζί είχε αποτεφρωθεί και το ταριχευμένο σώμα. Οσο για τη σχέση της Δούκισσας με τον λήσταρχο Νταβέλη, κρίνεται ως ανακριβής: ναι μεν αιχμαλωτίστηκε από έναν τρομερό ληστή, όχι όμως τον αναφερθέντα.
(Της Γιωτας Συκκα, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15.12.10) http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_15/12/2010_425916
Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.byzantinemuseum.gr/el/temporary_exhibitions/?nid=1245.